Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιτίζω
1 item total
σιτίζω [sitízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) παρέχω τροφή σε κπ.: Tο παιδί δε σιτίζεται καλά. || (μτφ.): Σιτίζεται κι αυτός κοντά του, για προσπορισμό ωφελειών.

[λόγ. < αρχ. σιτίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go