Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σάλτο
1 item total
σάλτο το [sálto] Ο39 : 1. (προφ.) το πήδημα: M΄ ένα ~ βρέθηκε από την πλώρη στο μόλο. Δίνει ένα ~ κι ανεβαίνει. 2. (μτφ.) παράτολμη ενέργεια: Aποφάσισε να κάνει το ~ της ζωής του και να τα παρατήσει όλα. ΦΡ ~ μορτάλε*.

[ιταλ. salto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go