Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρουτίνα
1 item total
ρουτίνα η [rutína] Ο25α : η συνήθεια της καθημερινής, μηχανικής και τυποποιημένης επανάληψης των ίδιων δραστηριοτήτων και η δυσάρεστη έλλειψη εναλλαγής, πρωτοτυπίας, δημιουργικότητας κτλ.: H ~ της ζωής. Nα φύγουμε λίγο από τη ~ του σχολείου. || Εργασία / δουλειά ρουτίνας, που δεν έχει τίποτα το νέο, ιδιαίτερο, πρωτότυπο. Έλεγχος ρουτίνας. Επίσκεψη ρουτίνας, που γίνεται από συνήθεια.

[γαλλ. routin(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go