Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρωταθλητισμός ο [protaθlitizmós] Ο17 : επιδίωξη, προσπάθεια να εξελιχθεί ένας αθλητής σε πρωταθλητή: Ο ~ μπορεί να βλάψει το αθλητικό πνεύμα. (προφ.): Kάνω πρωταθλητισμό.
[λόγ. πρωταθλητ(ής) -ισμός]