Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρωταίτιος ο [protétios] Ο20α : αυτός που έχει την κύρια ευθύνη για μια άδικη πράξη, ο κυρίως υπεύθυνος, ο ένοχος: H δίκη των πρωταιτίων του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Συνέλαβαν δύο γυναίκες που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι των επεισοδίων.
[λόγ. < ελνστ. πρωταίτιος `που αποτελεί την πρώτη αιτία΄]