Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσσελήνωση
1 εγγραφή
προσσελήνωση η [proselínosi] Ο33 : προσεδάφιση στη Σελήνη.

[λόγ. προσσεληνω- (δες προσσεσηλώνω) -ση κατά το προσγείωση μτφρδ. αγγλ. moon landing]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες