Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσσελήνωση η [proselínosi] Ο33 : προσεδάφιση στη Σελήνη.
[λόγ. προσσεληνω- (δες προσσεσηλώνω) -ση κατά το προσγείωση μτφρδ. αγγλ. moon landing]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. προσσεληνω- (δες προσσεσηλώνω) -ση κατά το προσγείωση μτφρδ. αγγλ. moon landing]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |