Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προικιό το [prikó] Ο38 : (πληθ.) το σύνολο των ειδών ρουχισμού, των σκευών, των επίπλων που αποτελούν το κινητό μέρος της προίκας. || (εν., λαϊκότρ.) καθετί που δίνεται ως προίκα.
[μσν. προικιό < προικίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., υποκορ. του αρχ. προίξ (δες στο προίκα)]



