Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πραγμάτευση
1 item total
πραγμάτευση η [praγmátefsi] Ο33 : η ενέργεια του πραγματεύομαι: Επιστημονική / σφαιρική / εξαντλητική / ρηχή ~ ενός θέματος.

[λόγ. πραγματεύ(ομαι) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go