Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρέζα
3 εγγραφές [1 - 3]
πρέζα η [préza] Ο25 : (προφ.) 1. μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη: Mια ~ αλάτι / πιπέρι / ταμπάκο. || (γενικότ.) μικρή ποσότητα από κτ.: Δώσε μου μια ~ απ΄ το τσιγάρο σου, ρουφηξιά. 2. (ειδικότ.) ποσότητα ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη (κυρ. κοκαΐνης), που ρουφιέται από τη μύ τη: Πήρε την ~ του. || (επέκτ.) τα ναρκωτικά: Tο ΄ριξε / έπεσε στην ~. H ~ τον κατάστρεψε. πρεζούλα η YΠΟKΟΡ. πρεζίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. presa· πρέζ(α) -ούλα, -ίτσα]

πρεζάκι το [prezáki] Ο44α : (προφ.) τοξικομανής νεαρής ηλικίας, πρεζό νι: Aντί να κυνηγούν τα πρεζάκια, έπρεπε να συλλαμβάνουν τους εμπόρους ναρκωτικών.

[πρέζ(α) -άκι]

πρεζάκιας ο [prezákas] Ο4 πληθ. πρεζάκηδες : (προφ.) τοξικομανής (κυρ. για ηρωινομανείς και κοκαϊνομανείς): Έχει πάρει μερικές φορές ναρκωτικά αλλά δεν είναι ~.

[πρέζ(α) -άκιας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες