Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πουστιά
1 item total
πουστιά η [pustxá] Ο24 : (λαϊκ., προφ.) ανέντιμη ενέργεια, συμπεριφορά, παλιανθρωπιά, ατιμία: Mην κάνεις πουστιές! πουστίτσα η YΠΟKΟΡ: Άσε τις πουστίτσες, δεν περνάν σ΄ εμένα!

[πούστ(ης) -ιά· πουστ(ιά) -ίτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go