Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολυπραγμοσύνη
1 item total
πολυπραγμοσύνη η [polipraγmosíni] Ο30 : 1. η ενασχόληση με πολλά συγχρόνως πράγματα, με πολλές υποθέσεις. α. (συχνότ., αρνητ.) η ανάμειξη κάποιου σε υποθέσεις (τρίτων) που δεν τον αφορούν. β. (σπανιότ., θετ.) η ανάπτυξη πλούσιας δραστηριότητας. 2. η ιδιότητα, οι δραστηριότητες, η συμπεριφορά του πολυπράγμονα.

[λόγ. < αρχ. πολυπραγμοσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go