Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποιμενική
1 item total
ποιμενικός -ή -ό [pimenikós] Ε1 : (λόγ.) α. που ανήκει ή που αναφέρεται στους ποιμένες, στους βοσκούς: Ποιμενικά έθιμα. ~ κύων, το τσοπανόσκυλο. β. (ως ουσ.) το ποιμενικό: β1. μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τη μουσική των ποιμένων. β2. είδος ποιητικής σύνθεσης, βουκολική ποίηση.

[λόγ.: α: ελνστ. ποιμενικός· β: σημδ. γαλλ. pastoral]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go