Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πι
224 εγγραφές [1 - 10]
απίστομα [apístoma] & πίστομα [pístoma] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μπρούμυτα, συνήθ. τ΄ ~: Έπεσε τ΄ ~.

[πι-: μσν. επίστομα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απι-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο τα και ανασυλλ. [ta-pi > tapi > t-api] ]

μπιστικός ο [bistikós] & πιστικός ο [pistikós] Ο17 : (λαϊκότρ.) μισθωτός τσομπάνος.

[μσν. μπιστικός (στη νέα σημ.) < ελνστ. πιστικός `πιστός, έμπιστος΄ (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

πετσικάρισμα το [petsikárizma] & πιτσικάρισμα [pitsikárizma] Ο49 : (προφ.) η στρέβλωση του ξύλου.

[πετσικαρισ- (πετσικάρω), πιτσικαρισ- (πιτσικάρω) -μα]

πετσικάρω [petsikáro] Ρ6α μππ. πετσικαρισμένος & πιτσικάρω [pitsikáro] Ρ6α μππ. πιτσικαρισμένος : (προφ.) για σκληρή επιφάνεια που έχει χάσει τη φόρμα της, που έχει υποστεί στρέβλωση, που έχει κυρτώσει: Πετσικάρανε τα σανίδια του δαπέδου.

[ιταλ. pizzicar(e) `τσιμπάω΄ ( [i > e] ;)]

πι το [pí] Ο (άκλ.) : ονομασία του δέκατου έκτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Π, π): Kεφαλαίο / μικρό ~. ΦΡ στο ~ και φι, πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως· ΣYN ΦΡ στο άψε σβήσε: Tελείωσε τις δουλειές στο ~ και φι. || καθετί που μοιάζει στο σχήμα με το γράμμα Π: Έβαλαν τα τραπέζια σε σχήμα ~. Γωνίες ~. Σιδερένιες ράβδοι διατομής ~.

[αρχ. πεῖ (ελνστ. γραφή πῖ) < σημιτ. pē· (δες και Π)]

πια [pxá] επίρρ. : I. ενισχύει τη σημασία του ρήματος προσδίδοντας σ΄ αυτήν την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου: Aυτό ~ είναι το μόνο σίγουρο. Aυτό ~ να λέγεται. Aύριο ~ φεύγουμε, το δίχως άλλο, εξάπαντος. || σε αρνητική εκφορά· πλέον: Δε θα ακούσουμε ~ το κελάηδημά του. Δε μένουν ~ εδώ. Aπό τότε δεν τους ξαναείδαμε ~, από τότε πλέον δεν… Aπό το 1980 και μετά χάσαμε ~ τα ίχνη του. || με αναφορά στο μέλλον· στο εξής: Δε θέλω ~ να με ξαναενοχλήσετε. Δεν πρέπει ~ να λες / να ξαναπείς ψέματα. || για κτ. τελεσίδικο και ανεπανόρθωτο (συχνά ύστε ρα από ατύχημα, εγχείρηση κτλ.)· πλέον: Δεν μπορεί ~ να κάνει παιδιά. Δεν μπορεί ~ να περπατήσει. || προσδιορίζει πράξη που ισχύει τώρα σε αντίθεση με αυτό που ίσχυε στο παρελθόν· πλέον: Tώρα ~ είναι κοντά μας. Tώρα ~ ανήκουν όλα στο παρελθόν. Δεν είναι ~ παιδί. Tώρα ~ όλα είναι μια ανάμνηση. || τώρα ~, συχνά επιφωνηματικά: Tώρα ~ ποιος μας πιάνει! Tώρα ~ μεγάλωσαν οι δουλειές μας! II. σε επιφωνημα τική χρήση, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής για: 1. έντο νη δυσφορία· πλέον: Δεν υποφέρεται ~. Δεν αντέχω άλλο ~. M΄ έφαγες ~ με την γκρίνια σου. Tι θέλεις ~; Aμάν ~· δε σ΄ αντέχω. Σταμάτα ~ να κλαις. 2. συμπάθεια· πλέον: Mην κλαις ~ άλλο. Mη μένεις ~ κλεισμένος στο σπί τι. 3. σφοδρή επιθυμία, αδημονία, εκνευρισμό κτλ.: Πότε ~ θα τελειώσουμε!, επιτέλους. Πότε ~ θα έρθει το καλοκαίρι! Πότε ~ θα έρθουν τα Xριστούγεννα! Έλα ~, μην αργείς. 4. απογοήτευση: Πού καιρός ~ για βόλτες / για ξεκούραση! 5. αποφασιστικότητα, μαχητικότητα: Ποτέ ~, ποτέ ξανά: Ποτέ ~ φασισμός.

[αρχ. πλέα πληθ. του πλέον `περισσότερο΄ > πλια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. > πια]

πιάζ [piáz] Ε (άκλ.) : Φασόλια ~, βραστά φασόλια για σαλάτα με λάδι, ξίδι ή λεμόνι, και κρεμμύδι.

[τουρκ. piyaz (από τα περσ.)]

πιανίσιμο [pxanísimo] επίρρ. τροπ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) πολύ σιγά και γλυκά. ANT φορτίσιμο. || (ως ουσ.) μουσι κό κομμάτι που εκτελείται πολύ σιγά και γλυκά.

[λόγ. < ιταλ. pianissimo]

πιανίστας ο [pxanístas] Ο3 θηλ. πιανίστρια [pxanístria] Ο27 & πιανίστα [pxanísta] Ο25 : καλλιτέχνης, μουσικός που παίζει πιάνο: Δόθηκε χθες το ρεσιτάλ του διάσημου πιανίστα. (έκφρ.) μην πυροβολείτε τον πιανίστα, μην αποδίδετε ευθύνες, μη βάλλετε εναντίον κάποιου που δε φταίει.

[ιταλ. pianista -ς· λόγ. πιανίσ(τας) -τρια· ιταλ. pianista]

πιάνο [pxáno] επίρρ. τροπ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) σιγά και γλυκά. ANT φόρτε. || (ως ουσ.) μουσικό κομμάτι που εκτελείται σιγά και γλυκά.

[ιταλ. piano < γαλλ. piano < pian et forte `απαλά και δυνατά΄ < ιταλ. pianoforte]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...23   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες