Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιτσιρίκος
1 εγγραφή
πιτσιρίκος ο [pitsiríkos] Ο18 θηλ. πιτσιρίκα [pitsiríka] Ο25 : (οικ.) αγόρι μικρής ηλικίας: Έστειλαν έναν πιτσιρίκο να τους πάρει τσιγάρα. || το θηλ. και για κορίτσι νεαρής ηλικίας: Tα ΄φτιαξε με μια πιτσιρίκα.

[ιταλ. (νότ. διάλ.) piccër(ilë) `μικρό παιδί΄ υποκορ. επίθημα για το σχηματισμό κύριων ον. -ίκα, -ίκος, π.χ. Aντρ-ίκος, Σοφ-ίκα (ίσως < βλάχ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες