Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιτσιλιστός -ή -ό [pitsilistós] Ε1 : που γίνεται με πιτσίλισμα: Πιτσιλιστό επίχρισμα τοίχου. || (ως ουσ.) το πιτσιλιστό, μέθοδος με την οποία στρώνεται ένα υδαρές επίχρισμα.
πιτσιλιστά ΕΠIΡΡ. [πιτσιλισ- (πιτσιλίζω) -τός]