Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πιθανολογῶ
1 item total
πιθανολογώ [piθanoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : εμφανίζω, παρουσιάζω κτ. ως πιθανό, μιλώ βασισμένος σε πιθανότητες: Πρέπει να μιλάμε στηριγμένοι σε γεγονότα κι όχι να πιθανολογούμε. || (παθ., στο γ' πρόσ.) Πιθανολογείται (ότι)…, είναι, φέρεται ως πιθανό: Πιθανολογούνται αλλαγές στο φορολογικό σύστημα.

[λόγ. < αρχ. πιθανολογῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go