Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πετρογκάζ το [petrogáz] Ο (άκλ.) : ειδική συσκευή που λειτουργεί με γκάζι και πάνω στην οποία γίνεται το μαγείρεμα: H χρήση του ~ σήμερα έχει περιοριστεί.
[λόγ. πετρο- 2 + γαλλ. gaz (δες στο γκάζι) σήμα κατατ.]