Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετονιά
1 εγγραφή
πετονιά η [petoná] & μπετονιά η [betoná] Ο24 : μακρύ και στερεό νήμα, στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένο ένα αγκίστρι και το οποίο χρησιμοποιείται για το ψάρεμα: H ~ του μπλέχτηκε σε κάτι βράχια.

[ίσως πετόν(ι) -ιά < πετ(ώ) -όνι· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες