Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περσοναλιστής
1 εγγραφή
περσοναλιστής ο [personalistís] Ο7 θηλ. περσοναλίστρια [personalístria] Ο27 : ο οπαδός του περσοναλισμού.

[λόγ. < γαλλ. personnaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. περσοναλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες