Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περισυλλογή
2 items total [1 - 2]
περισυλλογή 1 η [perisilojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περισυλλέγω: H τρομερή θύελλα δεν επέτρεψε την ~ των ναυαγών.

[λόγ. περι συλ(λέγω) + -λογή (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: συλλέγω - συλλογή]

περισυλλογή 2 η : α. συγκέντρωση, επίμονη αφοσίωση της σκέψης· περίσκεψη: Bυθίστηκε σε μακρά ~. β. διαχείριση με περίσκεψη και φειδώ: Στον οικονομικό τομέα, εφάρμοσε πολιτική αυστηρής περισυλλογής.

[< περισυλλογή 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go