Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιδιαβάζω
1 εγγραφή
περιδιαβάζω [periδjavázo] Ρ2.1α : 1. περπατώ εδώ κι εκεί άσκοπα, χωρίς ορισμένη κατεύθυνση και στόχο, απλώς για τέρψη, ευχαρίστησή μου· σεριανίζω: Οι επισκέπτες που περιδιαβάζουν στους έρημους δρόμους εύκολα μελαγχολούν. 2. (μτφ., συνήθ. στη μεε.) κάνω γενική θεώρηση, χωρίς να επιδιώκω πληρότητα ή συστηματική παρουσίαση ή διερεύνηση: Πέρασα το καλοκαίρι περιδιαβάζοντας αρχαίους ποιητές.

[μσν. παραδιαβάζω με παρετυμ. παρα- > περι- (σύγκρ. παρακαλώ > περικαλώ) < παρα- διαβάζω στη σημ.: `περνώ απέναντι, περνώ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες