Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιαυτολογία η [periaftolojía] Ο25 : το να μιλά κάποιος επαινετικά για τον εαυτό του, καθώς και (στον πληθ. συνήθ.) ό,τι επαινετικό λέει για τον εαυτό του· αυτοέπαινος, καυχησιολογία: Άσε τις περιαυτολογίες.
[λόγ. < ελνστ. περιαυτολογία]