Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πειστήριο
1 item total
πειστήριο το [pistírio] Ο40 : 1. (νομ.) αντικείμενο, πράγμα που βεβαιώνει ή αποδεικνύει έγκλημα, ενοχή ή αθωότητα: Tα πειστήρια του εγκλήματος / της ενοχής του / της αθωότητάς του. 2. καθετί που πιστοποιεί την ύπαρ ξη ενός γεγονότος, μιας πράξης, ενός συμβάντος κτλ.: Επιγραφή που αποτελεί το πρώτο ~ για την εμφάνιση της γραφής στην Ελλάδα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πειστήριος `πειστικός΄ σημδ. γαλλ. (πληθ.) (pièces) à conviction]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go