Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πεισματάρης
1 item total
πεισματάρης -α -ικο [pizmatáris] Ε9 : που δείχνει συχνά μια υπερβολική ή και παράλογη επιμονή σε γνώμη, επιδίωξη κτλ., που έχει πολύ πείσμα· (πρβ. ισχυρογνώμων).

[μσν. πεισματάρης < πεισματ- (πείσμα) -άρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go