Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρωδία
1 item total
παρωδία η [paroδía] Ο25 : 1. (φιλολ.) απομίμηση ή παραποίηση, με σκωπτική ή κωμική διάθεση, της μορφής ή του περιεχομένου ενός λογοτεχνικού έργου: H Bατραχομυομαχία είναι ~ της Iλιάδας του Ομήρου. 2. ως μειωτικός χαρακτηρισμός για ανθρώπινη ενέργεια, η οποία δεν έγινε όπως έπρεπε: Mια ~ δίκης / εκλογών / εξετάσεων.

[λόγ. < αρχ. παρῳδία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go