Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρασιτισμός
1 item total
παρασιτισμός ο [parasitizmós] Ο17 : 1. τρόπος, σχέση συμβίωσης, κατά την οποία ένα ζώο ή φυτό ζει σε βάρος άλλου: Mερικός / εποχιακός ~. 2. (μτφ., για άνθρ.): Πρέπει να λείψει το ρουσφέτι και ο ~.

[λόγ. < γαλλ. parasitisme < parasit(e) = παράσιτ(ο) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go