Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παράφορος
1 item total
παράφορος -η -ο [paráforos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει συναισθηματική και ψυχική ένταση, σφοδρότητα και συχνά βιαιότητα, ορμητικός, ασυγκράτητος: ~ έρωτας / ενθουσιασμός. Ένιωσε γι΄ αυτήν (ένα) παράφορο πάθος. παράφορα ΕΠIΡΡ: Tον αγάπησε ~.

[λόγ. < αρχ. παράφορος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go