Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παράσιτος
1 item total
παράσιτος -η -ο [parásitos] Ε5 : που ζει σε βάρος άλλων: Παράσιτοι οργανισμοί. || (ως ουσ.) το παράσιτο*.

[λόγ. < αρχ. παράσιτος `που τρώει στο τραπέζι άλλου αμείβοντάς τον με κολακείες΄ σημδ. γαλλ. parasite (δες στο παράσιτο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go