Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- Παράκλητος ο [paráklitos] Ο19 : (εκκλ.) προσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη.
[λόγ. < ελνστ. Παράκλητος, αρχ. σημ.: `νομικός βοηθός΄]