Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπιγιόν
1 εγγραφή
παπιγιόν το [papijón] & παπιόν το [papón] Ο (άκλ.) : λαιμοδέτης με φιόγκο σε σχήμα πεταλούδας: Φορούσε σμόκιν και ~.

[λόγ. < γαλλ. nœud papillon `κόμπος γραβάτας σε μορφή πεταλούδας΄· αποβ. του μεσοφ. [j] και αφομ. ηχηρ. [p-j > p-] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες