Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επανωφόρι το [epanofóri] & πανωφόρι το [panofóri] Ο44 : γενική ονομασία μακριού ρούχου συνήθ. με μανίκια, το οποίο φοριέται πάνω από όλα τα άλλα για προφύλαξη από το κρύο ή τη βροχή και συνήθ. κουμπώνει μπροστά: Aντρικό / γυναικείο ~. Mη βγεις έξω χωρίς πανωφόρι· κάνει παγωνιά.
[λόγ. < μσν. *επανωφόριν (πρβ. μσν. απανωφόριν `εξωτερικό ένδυμα΄) < επάνω + -φόρ(ος) -ι(ο)ν· μσν. απανωφόρι(ν) (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το απάνω > πάνω) < απανωφόριον < απάνω + φορ(ώ) -ιον]