Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πίρος
2 εγγραφές [1 - 2]
πίρος ο [píros] Ο18 : 1. ξύλινος ή μεταλλικός κύλινδρος που τον χρησιμοποιούν για να συνδέουν μεταξύ τους κομμάτια ή εξαρτήματα μιας κατασκευής ή ενός μηχανισμού: Ο ~ ενός εμβόλου. 2. ξύλινο πώμα βαρελιού.

[ιταλ. piro ]

πιροσκί το [piroskí] Ο (άκλ.) : είδος ατομικής πίτας με γέμιση από τυρί ή κιμά κτλ. που συνηθίζεται στη Ρωσία.

[λόγ. < ρωσ. pirožki (προφ. [šk] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες