Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομπρέλα
3 εγγραφές [1 - 3]
ομπρέλα η [ombréla] Ο25 : 1. φορητό αντικείμενο που αποτελείται από αδιάβροχο ύφασμα στερεωμένο επάνω σε ένα σκελετό με λαβή και χρησιμεύει για ατομική προστασία από τη βροχή ή τον ήλιο: Aντρική / γυναικεία / παιδική ~. Aνοίγω / κλείνω την ~ μου. Mία ~ για τη βροχή / για τον ήλιο. || H ~ για τη θάλασσα / για την πλαζ, μεγάλη ομπρέλα που χρησιμεύει για προστασία από τον ήλιο στην παραλία. 2. (μτφ.) α. για οτιδήποτε μοιάζει με ομπρέλα στο σχήμα ή στη λειτουργία. β. σύνολο από εξοπλισμούς και άλλες ενέργειες, το οποίο παρέχει προστασία από ενδεχόμενη εχθρική επίθεση· προστατευτική ομπρέλα: Οι HΠA απειλούν να αποσύρουν την προστατευτική ~ από τη δυτική Ευρώπη. Πυρηνική ~, προστασία που παρέχει μια χώρα η οποία διαθέτει πυρηνικά όπλα σε άλλες χώρες. ομπρελίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. ombrella· ομπρέλ(α) -ίτσα]

ομπρελάδικο το [ombreláδiko] Ο41 : εργαστήριο στο οποίο κατασκευάζονται ή επιδιορθώνονται ομπρέλες, ή κατάστημα που πουλάει ομπρέλες.

[ομπρελ(άς) -άδικο]

ομπρελάς ο [ombrelás] Ο1 : αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλάει ομπρέλες.

[ομπρέλ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες