Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ολόχρυσος
1 item total
ολόχρυσος -η -ο [olóxrisos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος στο σύνολό του από χρυσάφι: Ένα ολόχρυσο στεφάνι, από τα πολυτιμότερα ευρήματα του αρχαίου τάφου. 2. που έχει έντονο χρυσαφί χρώμα: Tα ολόχρυσα μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα.

[αρχ. ὁλόχρυσος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go