Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ολόφωτη
1 item total
ολόφωτος -η -ο [olófotos] Ε5 : που έχει πολύ φως, που είναι πολύ φωτεινός: Ολόφωτο φεγγάρι. Ολόφωτη μέρα.

[ελνστ. ὁλόφωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go