Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οικόσιτος
1 item total
οικόσιτος -η -ο [ikósitos] Ε5 : (για ζώα ή πτηνά) που ζουν στα πλαίσια της ανθρώπινης κατοικίας.

[λόγ. < ελνστ. οἰκόσιτος `που ζει στο σπίτι΄ (για ποντικό σε αντίθεση προς τον αρουραίο), αρχ. σημ.: `που τρώει σπίτι του΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go