Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικογενειάρχης
1 εγγραφή
οικογενειάρχης ο [ikojeniárxis] Ο10 : παντρεμένος άντρας που έχει αναλάβει τα βάρη και τις ευθύνες της οικογένειας: Kαλός / κακός ~. Ένας φτωχός ~. Δεν ντρέπεται ~ άνθρωπος να ξενυχτά στα μπαρ!

[λόγ. οικογένει(α) + -άρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες