Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξελεπίζω
1 item total
ξελεπίζω [kselepízo] -ομαι Ρ2.1 : βγάζω τα λέπια από ψάρι.

[αρχ. ἐκλεπίζω (μαρτυρείται στη σημ. `ξεφλουδίζω΄) (ἐκ- > ξε-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go