Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαπλώστρα η [ksaplóstra] Ο25α : είδος πτυσσόμενης πολυθρόνας συνήθ. από ξύλο και χοντρό καραβόπανο ή πλαστικό που έχει τη δυνατότητα να σταθεροποιείται σε διάφορες θέσεις και που χρησιμοποιείται συνήθ. στην ηλιοθεραπεία.
[ξαπλωσ- (ξαπλώνω) -τρα]