Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεμπραγιάζ
1 εγγραφή
ντεμπραγιάζ το [debrajáz] Ο (άκλ.) : αποσυμπλέκτης αυτοκινήτου, που διακόπτει τη σύνδεση της μηχανής με τις ρόδες.

[λόγ. < γαλλ. (pedale de) débrayage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες