Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) : α.γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ.: Δε νοείται πολιτισμένο κράτος χωρίς οργά νω ση της δημόσιας υγείας. (λόγ. έκφρ.) οίκοθεν* νοείται. ο νοών* νοείτω. β. εννοείται: Άφησε να νοηθεί ότι δεν έχει τέτοιες προθέσεις. Ως έγγραφο νοείται
, θεωρείται. (έκφρ.) ο καλώς / κακώς νοούμενος, ο (μη) ορθός, ο (μη) γνήσιος: Tο κακώς νοούμενο συμφέρον. || (ως ουσ.) το νοούμενο: (γραμμ.) σχήμα κατά το νοούμενο, σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνταξη δεν ακολουθεί το γραμματικό τύπο των λέξεων αλλά το νόημα, π.χ. «ο κόσμος χτίζει εκκλησιές».
[λόγ. < αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)]
- νοών ο [noón] Ο (βλ. Ε12β) : μόνο στη λόγια έκφραση ο ~ νοείτω, όποιος έχει μυαλό και καταλαβαίνει, ας καταλάβει αυτά που λέω, συνήθ. όταν υπαινίσσεται κάποιος ότι ο συνομιλητής του οφείλει να καταλάβει.
[λόγ. < αρχ. νοῶν, μεε. του νοῶ]