Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοστο
1 εγγραφή
νόστος ο [nóstos] Ο18 : (συναισθ.) για να δηλώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία και με αναφορά στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Iθάκη.

[λόγ. < αρχ. νόστος `επιστροφή στην πατρίδα, ταξίδι με καλό τέλος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες