Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νομοτέλεια
2 items total [1 - 2]
νομοτέλεια η [nomotélia] Ο27 : η λειτουργία ενός φαινομένου σύμφωνα με ορισμένους σταθερούς νόμους: H ~ των φυσικών / κοινωνικών / ιστορικών φαινομένων.

[λόγ. νομο- 1 + τέλ(ος) -εια]

νομοτελειακός -ή -ό [nomoteliakós] Ε1 : που τον διέπει η νομοτέλεια: Ο ~ χαρακτήρας της ιστορίας. νομοτελειακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. νομοτέλει(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go