Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νεολογισμός
1 item total
νεολογισμός ο [neolojizmós] Ο17 : (γλωσσ.) αποτέλεσμα, προϊόν νεολογίας, λέξη ή έκφραση που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα και είναι προϊόν σύνθεσης παλαιών στοιχείων της γλώσσας ή δάνειο ξένης γλώσσας.

[λόγ. < γαλλ. néologisme < néo- = νεο- + αρχ. λόγ(ος) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go