Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νέμεση
1 item total
νέμεση η [némesi] Ο33 : 1.η τιμωρία που επιβάλλεται από μία ανώτερη δύναμη σε όποιον παραβαίνει τους ηθικούς νόμους· θεία δίκη. 2. (μυθ.) Nέμεση, αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της δίκαιης θεϊκής εκδίκησης.

[λόγ. < αρχ. νέμε(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go