Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυρώνω [miróno] -ομαι Ρ1 : 1. αλείφω το σώμα κάποιου ή ορισμένα σημεία του με μύρο: Kατά το χρίσμα ο παπάς μυρώνει το παιδί, το αλείφει με Άγιο Mύρο. Παιδί βαφτισμένο και μυρωμένο. 2. (λογοτ.) κάνω κπ. ή κτ. να μυρίζει ευχάριστα, να ευωδιάζει: Tα λουλούδια μύρωναν τον αέρα. || Ο μυρωμένος μπάτης.
[μσν. μυρώνω < αρχ. μυρ(ῶ) -ώνω]