Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόμπιρας
1 εγγραφή
μπόμπιρας ο [bóbiras] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (οικ.) για αγόρι, συνήθ. μικρόσωμο και έξυπνο ή σκανταλιάρικο. 2. ο μπάμπουρας.

[μτφ. από το έντομο μπόμπιρας (ηχομιμ.) `είδος χρυσοκάνθαρου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες