Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπράιγ [bráiγ] Ε (άκλ.) : Aλφάβητο / γραφή ~, που αποτελείται από ειδικά ανάγλυφα σύμβολα και χρησιμοποιείται από τους τυφλούς: Σύστη μα (γραφής) ~.
[λόγ. < γαλλ. braille < ανθρωπων. Braille (Γάλλος δάσκα λος τυφλών που δημιούργησε το σύστημα)]