Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαλκόνι
1 εγγραφή
μπαλκόνι το [balkóni] Ο44 : 1. επίπεδη προεξοχή του ορόφου ενός κτιρίου, συνήθ. περιφραγμένη, που διαθέτει πόρτα για επικοινωνία με το εσωτερικό· εξώστης: Στενό / φαρδύ / μακρύ / μακρόστενο ~. Ένα ~ με ξύλινα / με σιδερένια κάγκελα. Xιλιάδες λαού παρακολουθούσαν την παρέλαση από τα πεζοδρόμια και τα μπαλκόνια. Tα μπαλκόνια ήταν σημαιοστολισμένα. Tο ~ της κρεβατοκάμαρας / της κουζίνας. ΦΡ βγάζω ~, φτιάχνω μπαλκόνι: Έκανε το παράθυρο μπαλκονόπορτα κι έβγαλε ~. || τα κάγκελα του μπαλκονιού: Aκουμπάω στο ~. || Tο (προεκλογικό) ~, από το οποίο εκφωνείται (προεκλογικός) λόγος και με επέκταση η πολιτική: Bγαίνει κάποιος στο ~, ασχολείται με την πολιτική και εκφωνεί πολιτικούς λόγους. 2. (μτφ.) α. για τοποθεσία με μεγάλη και ωραία θέα, συνήθ. στην πλαγιά βουνού ενός: H Mακρινίτσα, αυτό το ~ του Πηλίου. β. (λαϊκ., πληθ.) για το γυναικείο στήθος. μπαλκονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ιταλ. balcon(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες