Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάντα 1 η [bánda] & πάντα η [pánda] Ο25α : 1α. (προφ.) η καθεμιά από τις πλευρές ενός πράγματος: H μία / η άλλη ~. ΦΡ έχω / βάζω / αφήνω κτ. στην ~: α. το παραμερίζω ή αδιαφορώ γι΄ αυτό και με επέκταση το κρατώ για μελλοντική χρήση. β. (για χρήματα) αποταμιεύω: Έχει κάτι στην ~ για να παντρέψει την κόρη του. κάνω / είμαι στην ~, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη ή αδιαφορώ, παύω να ασχολούμαι με κτ., ιδίως με τα κοινά. βάζω κπ. στην ~, τον παραγκωνίζω. β. (σπάν.) ακραία ή απόμερη θέση. 2. είδος υφαντού ή κεντήματος για τοίχο: Πάνω από το ντιβάνι υπήρχε μια ~.
[ιταλ. banda· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]
- μπάντα 2 η : 1. ορχήστρα με κρουστά και πνευστά όργανα, ιδίως για υπαίθριες εκδηλώσεις: H ~ του δήμου. Στρατιωτική ~. H ~ παίζει τον εθνικό ύμνο. 2. σύνολο από συχνότητες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, οι οποίες βρίσκονται ανάμεσα σε δύο όρια: H ~ των FM.
[1: ιταλ. banda `κομπανία από οργανοπαίκτες΄· 2: κατά τη σημ. του αγγλ. band]
- μπαντάνα η [bandána] Ο25α : είδος φουλαριού που το χρησιμοποιούν συνήθ. οι γυναίκες για να στερεώνουν τα μαλλιά τους.
[αγγλ. bandanna]
- μπανταρισμένος -η -ο [bandarizménos] Ε3 : που είναι τυλιγμένος με επίδεσμο ή σπανιότερα και με γύψο: Mπανταρισμένο χέρι / πόδι / κεφάλι.
[μππ. του *μπανταρίζω < *μπαντάρω (μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μπανταρισ-) < ιταλ. bandar(e) -ω]